- στυγερωπός
- στυγερώπηςhorriblemasc/fem nom sgστυγερωπόςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στυγερωπός — όν, Α (ποιητ. τ.) ο στυγερώπης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < στυγερός + ωπός (βλ. και λ. όπωπα), πρβλ. βλοσυρ ωπός] … Dictionary of Greek
-ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… … Dictionary of Greek